P
phαηtom
Guest
"Η Μακεδονία κάτω από το ζυγό της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας"
Ξεφυλλίζοντας κανείς τις ελληνικές εφημερίδες του Μεσοπολέμου, διαπιστώνει πως η δημοσιογραφική κάλυψη του εγχώριου
μακεδονικού ζητήματος -της παρουσίας δηλαδή της σλαβομακεδονικής μειονότητας στη Βόρεια Ελλάδα- υπακούει λίγο πολύ σε κάποιες σταθερές. Στα μεν ρεπορτάζ από την Ανατολική Μακεδονία, την παράσταση την κλέβουν συνήθως οι ύμνοι προς το μνημειώδες έργο της προσφυγικής εγκατάστασης. Οι επισκέπτες της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, αντίθετα, επιδίδονται κατά κανόνα στην εθνοπρεπή κινδυνολογία. Η συνεχιζόμενη σλαβοφωνία των κατοίκων, ο σχετικά μικρός αριθμός των προσφύγων (σε σχέση τουλάχιστον με τις επιθυμίες των αθηναίων συντακτών) κι η διατήρηση συμπαγών μειονοτικών πληθυσμών δίπλα στα σύνορα, η εικαζόμενη παρουσία κομιτατζήδικων ανταρτοομάδων στις παραμεθόριες επαρχίες της Αλβανίας ή της Γιουγκοσλαβίας, σε συνδυασμό με τις σποραδικές εμφανίσεις τους εντός του ελληνικού εδάφους, η επικοινωνία των γηγενών κατοίκων με τους πρόσφυγες ή μετανάστες συγγενείς και συγχωριανούς τους που ζουν στο εξωτερικό -- όλα αυτά παρουσιάζονται σαν μια δαμόκλειο σπάθη που επικρέμαται πάνω από την νεότευκτη ελληνική κυριαρχία στην περιοχή.
Οι ίδιοι οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες, έλληνες πολίτες στον ίδιο τυπικά βαθμό με τους κατοίκους της Παλιάς Ελλάδας, υπάρχουν σ' αυτό τον πίνακα μονάχα σαν βουβές, απειλητικές πινελιές. Γι' αυτούς, μέσω των δημοσιογράφων, μιλάνε συνήθως οι αρμόδιοι για την επιτήρηση ή τον εξελληνισμό τους: ο χωροφύλακας, ο στρατιωτικός, ο (παλαιοελλαδίτης ή πρόσφυγας) δάσκαλος, ο εθνικά επαγρυπνών μητροπολίτης. Η σκιά των μηχανισμών ασφαλείας αφήνει άλλωστε βαριά τα ίχνη της πάνω στα ρεπορτάζ. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί π.χ. το γεγονός ότι, μετά από ολιγοήμερη παραμονή στις πρωτεύουσες των νομών, απεσταλμένοι αθηναϊκών εφημερίδων παραθέτουν ολόκληρους καταλόγους "εθνικά επικίνδυνων" σλαβομακεδονικών χωριών, των οποίων "επείγει" ο πρόσθετος εποικισμός με εθνικόφρονες πρόσφυγες;
Μάταια θα ψάξει, τέλος, κανείς σ' αυτά τα δημοσιεύματα για κάποιες στοιχειώδεις αναφορές στα παράπονα του ντόπιου πληθυσμού απέναντι στην ελληνική διοίκηση και τους μηχανισμούς της, θεσμικούς ή παρακρατικούς. Τα σφάλματα που οι δημοσιογράφοι καταλογίζουν αφειδώς στα όργανα και τους εκπροσώπους της ελληνικής πολιτείας κινούνται κατά κανόνα στην αντίστροφη κατεύθυνση: απουσία επαγρύπνησης κι υπερβολικά δημοκρατική ανοχή απέναντι στον ξενόφωνο και ξενοσυνείδητο "εσωτερικό εχθρό" που --δυστυχώς-- έχει το δικαίωμα ψήφου, με αποτέλεσμα ν' αποσπά ανεπίτρεπτες "παραχωρήσεις" εκ μέρους των "ψηφοθηρούντων" αντιπροσώπων του. Περιδιαβάζοντας τα ρεπορτάζ του αθηναϊκού Τύπου του Μεσοπολέμου, ο --τοτινός ή σημερινός-- αναγνώστης δεν θα πληροφορηθεί έτσι το παραμικρό ακόμη και για όλα όσα, μετά την κατακλυσμιαία εμπειρία της Κατοχής, αποτελούν πια κοινό τόπο ακόμη και για την επίσημη ή ημιεπίσημη ιστοριογραφία· αναφέρομαι στην αποικιακή αντιμετώπιση των Σλαβομακεδόνων από την ελληνική δημόσια διοίκηση, οι εκπρόσωποι της οποίας αντιμετώπιζαν συνήθως τη μετάθεσή τους στις μακεδονικές επαρχίες ως εξορία και τον πληθυσμό εκεί σαν πηγή προσπορισμού πρόσθετων αθέμιτων εσόδων.
Μοναδική εξαίρεση σ' αυτό τον κανόνα εθνικόφρονος αυτολογοκρισίας αποτελούσαν ο "Ριζοσπάστης" και τα έντυπα των τροτσκιστικών οργανώσεων της εποχής. Μέχρι σήμερα, η ενασχόληση του κομμουνιστικού Τύπου του Μεσοπολέμου με το Μακεδονικό έχει απασχολήσει την ελληνική βιβλιογραφία κυρίως όσον αφορά τις ενδοηγετικές ζυμώσεις για την κομματική γραμμή στο ζήτημα, με έμφαση στη δημόσια συζήτηση πριν και μετά το 3ο τακτικό συνέδριο του κόμματος το 1927. Ως επί το πλείστον απαρατήρητες έχουν περάσει, αντίθετα, η καθημερινή ειδησεογραφία του οργάνου του ΚΚΕ και οι επιτόπιες δημοσιογραφικές έρευνες των συντακτών του στις σλαβόφωνες περιοχές κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’30. Κι όμως, τα δημοσιεύματα αυτά παρουσιάζουν αυξημένο ενδιαφέρον για την κατανόηση της εξέλιξης του Μακεδονικού, όχι μόνο στα μεσοπολεμικά χρόνια αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Κάτω από τη μύτη του ιμπεριαλισμού
Το ρεπορτάζ που θα μας απασχολήσει εδώ δημοσιεύθηκε στον Ριζοσπάστη σε 13 συνέχειες μεταξύ 22 Οκτωβρίου και 4 Νοεμβρίου 1933, με το γενικό τίτλο "Η Μακεδονία κάτω από το ζυγό της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας". Ο "ειδικός απεσταλμένος" της εφημερίδας στη Μακεδονία και συντάκτης των άρθρων υπογράφει ως "Ν. Κοντός", η πραγματική του ταυτότητα παραμένει όμως αδιευκρίνιστη. Το φθινόπωρο του 1933, ο Ν. Κοντός επισκέφθηκε τον τότε νομό Φλώρινας (επαρχίες Φλωρίνης και Καστορίας) και τις επαρχίες Εδέσσης κι Αλμωπίας του νομού Πέλλης. Στην Έδεσσα κρατήθηκε χωρίς συγκεκριμένη αιτία για μερικές ώρες στο αστυνομικό τμήμα της πόλης, ενώ παρόμοια ανεπιτυχή απόπειρα αναφέρει και κατά την παραμονή του στη Φλώρινα. Η καταδωξη αυτή καθορίζει και τα αντικειμενικά όρια του ρεπορτάζ:
"Οι πληροφορίες μας είναι αρπαγμένες στο φτερό… Χρειάζονται επιδέξιοι ελιγμοί εδώ πάνω. Μέσα από το πυκνό και μαύρο δίχτυ του χαφιεδισμού της Ελληνικής 'Δημοκρατίας', μέσα από τις οργανωμένες ορδές των καπετανάτων που συνεργάζονται με τα τμήματα 'ειδικής ασφαλείας' των 'εθνικών' παραμεθορίων γραμμών της Δυτικής Μακεδονίας και κάτω από τη μύτη του ελληνικού ιμπεριαλισμού, χρειάζεται τέχνη να τους ξεφεύγεις. […] Δεκάδες χιλιόμετρα με τ' αυτοκίνητο, το τραίνο και το μουλάρι και τ' αποσπάσματα σαν μυρμήγκια κάθε τόσο μπροστά σου".
Το ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη κάνει, αντίθετα, λόγο για "μακεδονική εθνότητα", διακριτή από τους Βουλγάρους, σε όλη την πάλαι ποτέ ενιαία Μακεδονία. Όσο για τη γλώσσα των σλαβόφωνων Μακεδόνων, αυτή αναφέρεται σταθερά ως "μακεδονική" και, μία τουλάχιστον φορά, ως "μακεντόνσκυ" (31.10.1933). Η οπτική γωνία του συντάκτη (και της εφημερίδας) απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι σαφής, ήδη από τα πρώτα δημοσιεύματα της σειράς:
"Στη Μακεδονία παίζεται ένα άγριο δράμα σε βάρος μιας εθνότητας που δεν εννοεί να υποταχθεί σκλάβα στον ελληνικό, γιουγκοσλαυϊκό ή βουλγαρικό ιμπεριαλισμό" (19.10.1933). "Μακεδονία… Ένας τόπος που έχει τραβήξει τα πάνδεινα στην Ιστορία. Εστία όλων των τελευταίων πολέμων στα Βαλκάνια. Το μήλο της έριδος ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές της Βαλκανικής. Και πριν απ' όλα η περιοχή όπου ένας λαός ηρωικός και ανδρείος στενάζει υπόδουλος κάτω από τη μπότα τριών ιμπεριαλισμών: του ελληνικού, γιουγκοσλαβικού και βουλγαρικού. […] Εδώ ακριβώς αντιμετωπίζεται η αντίσταση της καταπιεζόμενης εθνότητας των Μακεδόνων, γι' αυτό το λόγο ακριβώς η τρομοκρατία ενάντια στον εργαζόμενο πληθυσμό είναι αφάνταστα πιο απάνθρωπη από άλλα μέρη" (22.10.1933). "Οι Μακεδόνες επιμένουν. Σφίγγουν τα δόντια τους, μιλάνε τη γλώσσα τους τη μακεδονική με πείσμα, φοράνε τη στολή τους τη μακεδονική με περηφάνεια και πιστεύουν κι ελπίζουν και καρτερικά μα σιωπηλά αγωνίζονται για μια Μακεδονία δική τους, για μια Μακεδονία ελεύθερη" (24.10.1933).
"
Ξεφυλλίζοντας κανείς τις ελληνικές εφημερίδες του Μεσοπολέμου, διαπιστώνει πως η δημοσιογραφική κάλυψη του εγχώριου
μακεδονικού ζητήματος -της παρουσίας δηλαδή της σλαβομακεδονικής μειονότητας στη Βόρεια Ελλάδα- υπακούει λίγο πολύ σε κάποιες σταθερές. Στα μεν ρεπορτάζ από την Ανατολική Μακεδονία, την παράσταση την κλέβουν συνήθως οι ύμνοι προς το μνημειώδες έργο της προσφυγικής εγκατάστασης. Οι επισκέπτες της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, αντίθετα, επιδίδονται κατά κανόνα στην εθνοπρεπή κινδυνολογία. Η συνεχιζόμενη σλαβοφωνία των κατοίκων, ο σχετικά μικρός αριθμός των προσφύγων (σε σχέση τουλάχιστον με τις επιθυμίες των αθηναίων συντακτών) κι η διατήρηση συμπαγών μειονοτικών πληθυσμών δίπλα στα σύνορα, η εικαζόμενη παρουσία κομιτατζήδικων ανταρτοομάδων στις παραμεθόριες επαρχίες της Αλβανίας ή της Γιουγκοσλαβίας, σε συνδυασμό με τις σποραδικές εμφανίσεις τους εντός του ελληνικού εδάφους, η επικοινωνία των γηγενών κατοίκων με τους πρόσφυγες ή μετανάστες συγγενείς και συγχωριανούς τους που ζουν στο εξωτερικό -- όλα αυτά παρουσιάζονται σαν μια δαμόκλειο σπάθη που επικρέμαται πάνω από την νεότευκτη ελληνική κυριαρχία στην περιοχή.
Οι ίδιοι οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες, έλληνες πολίτες στον ίδιο τυπικά βαθμό με τους κατοίκους της Παλιάς Ελλάδας, υπάρχουν σ' αυτό τον πίνακα μονάχα σαν βουβές, απειλητικές πινελιές. Γι' αυτούς, μέσω των δημοσιογράφων, μιλάνε συνήθως οι αρμόδιοι για την επιτήρηση ή τον εξελληνισμό τους: ο χωροφύλακας, ο στρατιωτικός, ο (παλαιοελλαδίτης ή πρόσφυγας) δάσκαλος, ο εθνικά επαγρυπνών μητροπολίτης. Η σκιά των μηχανισμών ασφαλείας αφήνει άλλωστε βαριά τα ίχνη της πάνω στα ρεπορτάζ. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί π.χ. το γεγονός ότι, μετά από ολιγοήμερη παραμονή στις πρωτεύουσες των νομών, απεσταλμένοι αθηναϊκών εφημερίδων παραθέτουν ολόκληρους καταλόγους "εθνικά επικίνδυνων" σλαβομακεδονικών χωριών, των οποίων "επείγει" ο πρόσθετος εποικισμός με εθνικόφρονες πρόσφυγες;
Μάταια θα ψάξει, τέλος, κανείς σ' αυτά τα δημοσιεύματα για κάποιες στοιχειώδεις αναφορές στα παράπονα του ντόπιου πληθυσμού απέναντι στην ελληνική διοίκηση και τους μηχανισμούς της, θεσμικούς ή παρακρατικούς. Τα σφάλματα που οι δημοσιογράφοι καταλογίζουν αφειδώς στα όργανα και τους εκπροσώπους της ελληνικής πολιτείας κινούνται κατά κανόνα στην αντίστροφη κατεύθυνση: απουσία επαγρύπνησης κι υπερβολικά δημοκρατική ανοχή απέναντι στον ξενόφωνο και ξενοσυνείδητο "εσωτερικό εχθρό" που --δυστυχώς-- έχει το δικαίωμα ψήφου, με αποτέλεσμα ν' αποσπά ανεπίτρεπτες "παραχωρήσεις" εκ μέρους των "ψηφοθηρούντων" αντιπροσώπων του. Περιδιαβάζοντας τα ρεπορτάζ του αθηναϊκού Τύπου του Μεσοπολέμου, ο --τοτινός ή σημερινός-- αναγνώστης δεν θα πληροφορηθεί έτσι το παραμικρό ακόμη και για όλα όσα, μετά την κατακλυσμιαία εμπειρία της Κατοχής, αποτελούν πια κοινό τόπο ακόμη και για την επίσημη ή ημιεπίσημη ιστοριογραφία· αναφέρομαι στην αποικιακή αντιμετώπιση των Σλαβομακεδόνων από την ελληνική δημόσια διοίκηση, οι εκπρόσωποι της οποίας αντιμετώπιζαν συνήθως τη μετάθεσή τους στις μακεδονικές επαρχίες ως εξορία και τον πληθυσμό εκεί σαν πηγή προσπορισμού πρόσθετων αθέμιτων εσόδων.
Μοναδική εξαίρεση σ' αυτό τον κανόνα εθνικόφρονος αυτολογοκρισίας αποτελούσαν ο "Ριζοσπάστης" και τα έντυπα των τροτσκιστικών οργανώσεων της εποχής. Μέχρι σήμερα, η ενασχόληση του κομμουνιστικού Τύπου του Μεσοπολέμου με το Μακεδονικό έχει απασχολήσει την ελληνική βιβλιογραφία κυρίως όσον αφορά τις ενδοηγετικές ζυμώσεις για την κομματική γραμμή στο ζήτημα, με έμφαση στη δημόσια συζήτηση πριν και μετά το 3ο τακτικό συνέδριο του κόμματος το 1927. Ως επί το πλείστον απαρατήρητες έχουν περάσει, αντίθετα, η καθημερινή ειδησεογραφία του οργάνου του ΚΚΕ και οι επιτόπιες δημοσιογραφικές έρευνες των συντακτών του στις σλαβόφωνες περιοχές κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’30. Κι όμως, τα δημοσιεύματα αυτά παρουσιάζουν αυξημένο ενδιαφέρον για την κατανόηση της εξέλιξης του Μακεδονικού, όχι μόνο στα μεσοπολεμικά χρόνια αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Κάτω από τη μύτη του ιμπεριαλισμού
Το ρεπορτάζ που θα μας απασχολήσει εδώ δημοσιεύθηκε στον Ριζοσπάστη σε 13 συνέχειες μεταξύ 22 Οκτωβρίου και 4 Νοεμβρίου 1933, με το γενικό τίτλο "Η Μακεδονία κάτω από το ζυγό της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας". Ο "ειδικός απεσταλμένος" της εφημερίδας στη Μακεδονία και συντάκτης των άρθρων υπογράφει ως "Ν. Κοντός", η πραγματική του ταυτότητα παραμένει όμως αδιευκρίνιστη. Το φθινόπωρο του 1933, ο Ν. Κοντός επισκέφθηκε τον τότε νομό Φλώρινας (επαρχίες Φλωρίνης και Καστορίας) και τις επαρχίες Εδέσσης κι Αλμωπίας του νομού Πέλλης. Στην Έδεσσα κρατήθηκε χωρίς συγκεκριμένη αιτία για μερικές ώρες στο αστυνομικό τμήμα της πόλης, ενώ παρόμοια ανεπιτυχή απόπειρα αναφέρει και κατά την παραμονή του στη Φλώρινα. Η καταδωξη αυτή καθορίζει και τα αντικειμενικά όρια του ρεπορτάζ:
"Οι πληροφορίες μας είναι αρπαγμένες στο φτερό… Χρειάζονται επιδέξιοι ελιγμοί εδώ πάνω. Μέσα από το πυκνό και μαύρο δίχτυ του χαφιεδισμού της Ελληνικής 'Δημοκρατίας', μέσα από τις οργανωμένες ορδές των καπετανάτων που συνεργάζονται με τα τμήματα 'ειδικής ασφαλείας' των 'εθνικών' παραμεθορίων γραμμών της Δυτικής Μακεδονίας και κάτω από τη μύτη του ελληνικού ιμπεριαλισμού, χρειάζεται τέχνη να τους ξεφεύγεις. […] Δεκάδες χιλιόμετρα με τ' αυτοκίνητο, το τραίνο και το μουλάρι και τ' αποσπάσματα σαν μυρμήγκια κάθε τόσο μπροστά σου".
Το ρεπορτάζ του Ριζοσπάστη κάνει, αντίθετα, λόγο για "μακεδονική εθνότητα", διακριτή από τους Βουλγάρους, σε όλη την πάλαι ποτέ ενιαία Μακεδονία. Όσο για τη γλώσσα των σλαβόφωνων Μακεδόνων, αυτή αναφέρεται σταθερά ως "μακεδονική" και, μία τουλάχιστον φορά, ως "μακεντόνσκυ" (31.10.1933). Η οπτική γωνία του συντάκτη (και της εφημερίδας) απέναντι στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι σαφής, ήδη από τα πρώτα δημοσιεύματα της σειράς:
"Στη Μακεδονία παίζεται ένα άγριο δράμα σε βάρος μιας εθνότητας που δεν εννοεί να υποταχθεί σκλάβα στον ελληνικό, γιουγκοσλαυϊκό ή βουλγαρικό ιμπεριαλισμό" (19.10.1933). "Μακεδονία… Ένας τόπος που έχει τραβήξει τα πάνδεινα στην Ιστορία. Εστία όλων των τελευταίων πολέμων στα Βαλκάνια. Το μήλο της έριδος ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές της Βαλκανικής. Και πριν απ' όλα η περιοχή όπου ένας λαός ηρωικός και ανδρείος στενάζει υπόδουλος κάτω από τη μπότα τριών ιμπεριαλισμών: του ελληνικού, γιουγκοσλαβικού και βουλγαρικού. […] Εδώ ακριβώς αντιμετωπίζεται η αντίσταση της καταπιεζόμενης εθνότητας των Μακεδόνων, γι' αυτό το λόγο ακριβώς η τρομοκρατία ενάντια στον εργαζόμενο πληθυσμό είναι αφάνταστα πιο απάνθρωπη από άλλα μέρη" (22.10.1933). "Οι Μακεδόνες επιμένουν. Σφίγγουν τα δόντια τους, μιλάνε τη γλώσσα τους τη μακεδονική με πείσμα, φοράνε τη στολή τους τη μακεδονική με περηφάνεια και πιστεύουν κι ελπίζουν και καρτερικά μα σιωπηλά αγωνίζονται για μια Μακεδονία δική τους, για μια Μακεδονία ελεύθερη" (24.10.1933).
"