Λίγο πριν την γενοκτονία, σε έναν καφενέ στην Σαμψούντα…
Οι θαμώνες του παραλιακού καφενείου του Σουκρή αγά, χαμένοι μέσα στους καπνούς των τσιγάρων και των ναργιλέδων, άκουγαν με προσοχή το γραμμόφωνο που σκορπούσε τους ήχους ενός μελαγχολικού αμανέ στο μισοσκόταδο. Καθισμένοι παρέες – παρέες γύρω στα ξύλινα τραπέζια, ρουφούσαν την υγρή νικοτίνη και βούλιαζαν σε μια ναρκωτική και απόκοσμη ρέμβη. Κάπου – κάπου άλλαζαν καμμιά κουβέντα συναμεταξύ τους, ή έσκυβαν ο ένας στο αυτί του άλλου , για να πουν κανένα χοντρό αστείο και να ξεσπάσουν μετά σε πνιχτά γέλια, που έμοιαζαν με φωνές κρωκτικών πουλιών σ’ έρημο δάσος.
Στο βάθος της αίθουσας ξεχώριζε μια παρέα κάπως επίσημη. Τα μέλη της φορούσαν φράγγικα κοστούμια και καινούριες στολές αξιωματικών με σειρήτια και καλογυαλισμένα χρυσά κουμπιά. Στο περισπούδαστο ύφος τους, καθώς κουβέντιαζαν, διακρινόταν μια αλαζονική αυτοπεποίθηση. Μόνο ο πιο ηλικιωμένος της παρέας, ένας καλοκάγαθος άντρας που φορούσε πράσινο σαρίκι τυλιγμένο γύρω στο βυσσινί φέσι του, έδειχνε μετριοπαθής και γεμάτος αμφιβολίες για τα λεγόμενα των άλλων. Φαινόταν καθαρά πως διαφωνούσε ριζικά με τους συνομιλητές του, γιατί στο πρόσωπό του άναβε συχνά ένας συγκρατημένος θυμός. Τα μεγάλα γλαρά μάτια του έλαμπαν ανήσυχα και το παχύ πάνω χείλι του ανεβοκατέβαζα νευρικά το χοντρό καλοστριμμένο μουστάκι του. Ωστόσο οι σύντρoφοί του, μόλο που δεν συμφωνούσαν κι αυτοί μαζί του, τον πρόσεχαν και τον άκουγαν με σεβασμό.
-Μην είστε αχάριστοι, είπε δυνατά σε μια στιγμή. Οι χριστιανοί είναι σήμερα το στήριγμα του κράτους μας. Είναι εργατικοί άνθρωποι, έξυπνοι και δραστήριοι. Το Δοβλέτι μας κερδίζει πολλά από τους φόρους που πληρώνουν, και οι συμπατριώτες μας εξυπηρετούνται από τις δουλειές, που ανοίγουν κάθε τόσο.
-Καλύτερα να λείψουν από τη γη μας, Μουράτ αγά, κι ας είναι για ζημία μας, είπε ο δικηγόρος Εμίν, ένας γεροδεμένος και μελαψός άντρας με εξογκωμένα μογγολικά μάγουλα και μικρά ευκίνητα μάτια.
-Είναι βδέλλες οι χριστιανοί και ρουφούν το αίμα μας, πρόστεσε βιαστικά κι ο Μουσταφά ζαδέ, ο πιο νέος άντρας της παρέας με ισχνό πρόσωπο και μαύρα, χωμένα στις κόχες τους μάτια.
-Αν δεν λείψουν αυτοί, δε θα δει χαΐρι το μιλέτι μας, κι όλο πίσω – πίσω θα πηγαίνει, συμπλήρωσε σα να ήταν συννενοημένος κι ο Χατζή Χουσείν, ένας μεσήλικας με κόκκινο πρόσωπο και άσπρα μαλλιά στους κροτάφους του.
Ο γερό Μουράτ έστρεψε το πρόσωπό του προς τον αστυνομικό Διευθυντή Αλή – Ριζά , σα να του ζητούσε ενίσχυση στον άνισο αγώνα που έκανε, μα ο κουμαντάν της αστυνομίας χαμογελούσε ειρωνικά και σώπαινε. Ο γέρος κυριεύτηκε από αμηχανία και ταραχή. Τέτοια αλλαγή στα αισθήματα και τη σκέψη των φίλων του δεν την περίμενε. Ωστόσο δεν τα έβαλε κάτω. Κοίταξε στα μάτια τον πιο φανατικό Νεότουρκο, τον Χατζή Χουσείν και του είπε.
-Όπως και να κάνετε, όσα και να λέτε, ένα είναι η αλήθεια. Οι Ρωμιοί μας άνοιξαν τα μάτια. Τι θα ήταν η Σαμψούντα χωρίς αυτούς; Ένα χωρίο ένα μαραζιάρικο λιμανάκι βουτηγμένο στα μπατάκια και τις καλαμιές.
Ο Χουσείν έσμιξε τα φρύδια του στη ρίζα της μύτης του, μισόκλεισε τα μάτια του και σφίγγοντας τα φτενά χείλη του είπε:
-Μουράτ αγά, εσύ τα βλέπεις τα πράματα απ’ έξω. Είσαι χτηματίας, έχεις τα ζώα σου, παίρνεις τα νοίκια σου από τα καπνοχώραφα, που νοικιάζεις σε Ρωμιούς αγρότες, και έχεις το κεφάλι σου ήσυχο, σαν όλους τους όμοιούς σου. Μα ρώτα και μας; Ρώτα τους μικροκαπνέμπορους και τους επαγγελματίες που δεν μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι; Έλα μαζί μας στα καπνοχώραφα, στα καπνοχώρια, κατέβα στην αγορά, στην πιάτσα, στο λιμάνι, μπες στις τράπεζες, ρίξε μια ματιά στα μαγαζιά και στα εργαστήρια και θα δεις ποιοι είναι εκείνοι που τρώνε το ψωμί μας. Ποιοι είναι οι αφέντες μέσα στην Σαμψούντα, μα και σ’ όλα τα αστικά κέντρα του Πόντου. Μας πατάνε σα σκουλήκια, Μουράτ αγά. Βήμα δε μπορούμε να κάνουμε. Όλος ο παράς είναι στα χέρια τους και μας εκτοπίζουν απ’ όλα τα πόστα, απ’ όλες τις δουλειές. Πρέπει να μπει ένας φραγμός, ένα ντουβάρι, για να σπάσουν τα μούτρα τους, έτσι που τρέχουν πίσω από το χρήμα! Η Τουρκία πρέπει να μείνει μόνο για τους Τούρκους! Αυτό πρέπει να γίνει! …
Ο Μουράτ αγάς τρόμαξε με τα λόγια του συνομιλητή του. Του φάνηκε πως κάποιος κακός δαίμονας γύρισε ξαφνικά τα μυαλά των συμπατριωτών του, που ήθελαν, από καθαρό φθόνο και αντιζηλεία, ν’ αναστατώσουν την ήρεμη ζωή του τόπου. Το μέλλον της Τουρκίας με τούτους τους Νεότουρκους διαφαινόταν πια μαύρο και ματωμένο.
-Ένα πράμα να ξέρεις Χατζή Χουσείν, εσύ και οι ομοϊδεάτες σου, είπε ο Μουράτ αγάς, ότι πολύ προχωράτε! Πολύ επιπόλαια παίρνετε στο λαιμό σας τον κόσμο γεμίζοντάς τον φούμαρα και άδικο μίσος. Τι σας έφταιξαν οι καημένοι οι χριστιανοί και τους βάλατε στο μάτι; Δε σκέφτεστε, τουλάχιστον, πως αν τύχει και τους χάσουμε, θα μας έρθουν ξένοι στο σβέρκο, που θα μας γδύσουν, θα μας ξεζουμίσουν, και τα χρήματά μας θα τα κουβαλήσουν στο εξωτερικό; Οι ξένοι είναι ο κίνδυνος! Όχι οι χριστιανοί, που είναι δικοί μας, κατοικούν μαζί μας, ξέρουν τη γλώσσα και τα ατέτια μας, έχουν αδελφικές φιλίες μαζί μας, σα να είμαστε ένα μιλέτι.
Pontos-News.GR | ???? ???? ??? ??????????, ?? ???? ?????? ???? ??????????